- πεταρίζω
- πετάρισα, πετώ αδέξια, δοκιμάζω να πετάξω: Τα μικρά των πελαργών άρχισαν να πεταρίζουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεταρίζω — πεταρίζω, πετάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεταρίζω — 1. φτερουγίζω, πετώ χωρίς απόλυτη σταθερότητα 2. (για βρέφη) αρχίζω να βαδίζω 3. φρ. «πεταρίζει η καρδιά μου» σκιρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ, κατά το λαχταρίζω] … Dictionary of Greek
πετάρισμα — το, Ν [πεταρίζω] 1. το ασταθές πέταγμα τών νεοσσών 2. το σκίρτημα τής καρδιάς … Dictionary of Greek
πεταρούδι — το, Ν 1. μικρό πουλί, νεοσσός που δοκιμάζει να πετάξει 2. το παιδάκι που αρχίζει να περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταρίζω + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. ξεπεταρ ούδι] … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek